- μεροαμφίβιος
- -α, -οβιολ. (για οργανισμό) αυτός που είναι αμφίβιος μόνον σε ορισμένες φάσεις τής ζωής του, σε ορισμένες περιόδους τής ημέρας ή σε ορισμένες εποχές τού έτους, σε αντιδιαστολή με τον ολοαμφίβιο, που είναι σταθερά αμφίβιος σε όλον τον κύκλο τής ζωής του.
Dictionary of Greek. 2013.